- μοναστραβής
- μον-αστρᾰβής, ές, ([etym.] ἀστράβη)A with one pack-saddle,
ὄχος Trag.Adesp.239
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄχος Trag.Adesp.239
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοναστραβής — μοναστραβής, ές (Α) αυτός που έχει ένα σαμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἀστράβη «σαμάρι»] … Dictionary of Greek
μοναστραβής — with one pack saddle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)